- σκαλοβατικός
- -ή, -όν, Α [σκαλοβάτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανάβαση με κινητή κλίμακα ή στον σκαλοβάτη2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σκαλοβατική(ενν. τέχνη) η τέχνη τής ανάβασης με σκάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.